- πλουμάρισις
- πλουμ-άρισις, εως, ἡ,A embroidery, Edict.Diocl.19.6,25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλουμάρισις — ίσεως, ἡ, Α [πλουμάριος] διακόσμηση με κεντήματα … Dictionary of Greek